- τηρητής
- οαυτός που φυλάγει κάτι, που συμμορφώνεται σε κάτι: Ο τηρητής των νόμων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τηρητής — keeper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηρητής — ο, θηλ. τηρήτρια, η, ΝΜΑ [τηρῶ (Ι)] νεοελλ. αυτός που τηρεί κάτι, που με σεβασμό τό διαφυλάττει (α. «τηρητής τών νόμων» β. «πιστός τηρητής τών εθίμων») μσν. αρχ. 1. αυτός που παρατηρεί, που εποπτεύει κάτι 2. φρουρός, φύλακας («ὁ ὀφθαλμὸς δίκης… … Dictionary of Greek
τηρηταί — τηρητής keeper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηρητήν — τηρητής keeper masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισοτηρητής — κνισοτηρητής, o (Α) κνισοδιώκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + τηρητής (< τηρῶ), πρβλ. τοπο τηρητής] … Dictionary of Greek
τηρητάς — τηρητά̱ς , τηρητής keeper masc acc pl τηρητά̱ς , τηρητής keeper masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξαρχος — Ονομασία του αρχηγού στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου της στρατιωτικής μονάδας, που λεγόταν alanumerus. Αργότερα, έως τον 6o αι., ο τίτλος αποδιδόταν σε όλους τους στρατιωτικούς αξιωματούχους ανεξάρτητα από τον βαθμό που έφεραν. Στη συνέχεια, όμως … Dictionary of Greek
δογματοφύλαξ — ο φύλακας, τηρητής τών εκκλησιαστικών δογμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δόγμα ( ατος) + φύλαξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Γρηγόριο Δέρκων] … Dictionary of Greek
καιροτηρησία — καιροτηρησία, ἡ (Α) ο καιροσκοπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + τηρησία (< τηρητής < τηρῶ), πρβλ. τοπο τηρησία] … Dictionary of Greek
λεπτεπίλεπτος — η, ο (AM λεπτεπίλεπτος, ον) υπερβολικά λεπτός, ισχνός, λεπτότατος νεοελλ. 1. πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, λεπτοφυής, ευπρόσβλητος σε ασθένειες 2. εξεζητημένος στους τρόπους, στην περιβολή και στην εμφάνιση ή σχολαστικός τηρητής τής… … Dictionary of Greek